μοιχοῦ

μοιχοῦ
μοιχάω
have dalliance with
pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic)
μοιχάω
have dalliance with
imperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic)
μοιχός
adulterer
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μοιχαλλοίωτοι — μοιχαλλοίωτοι, οἱ (Μ) αυτοί που άλλαξαν τα ήθη και τις πεποιθήσεις τους, ώστε να εγκρίνουν τον παράνομο τέταρτο γάμο τού μοιχού βασιλιά Κωνσταντίνου ΣΤ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ἀλλοιῶ, όω] …   Dictionary of Greek

  • μοιχοζευξία — μοιχοζευξία, η (Μ) [μοιχοζεύκτης] (για τον γάμο τού μοιχού βασιλιά Κωνσταντίνου ΣΤ με τη Ζωή) γάμος μεταξύ δύο μοιχών …   Dictionary of Greek

  • μοιχοκοινωνία — μοιχοκοινωνία, ἡ (Μ) σύζευξη, γάμος μοιχού και μοιχαλίδας, μοιχοζευξία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + κοινωνία] …   Dictionary of Greek

  • μοιχοληπτία — μοιχοληπτία, η (Α) [μοιχόληπτος] (αττ. τ. αντί μοιχοληψία) η σύλληψη επ αυτοφώρω μοιχού ή μοιχαλίδας να μοιχεύονται …   Dictionary of Greek

  • μοιχότροπος — μοιχότροπος, ον (Α) αυτός που έχει ήθη και συμπεριφορά μοιχού ή διάθεση για μοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + τρόπος] …   Dictionary of Greek

  • ραφανιδώ — όω, Α [ῥαφανίς, ίδος] (στην αρχ. Αθήνα) χώνω ρεπάνι στον πρωκτό μοιχού …   Dictionary of Greek

  • φεψάλυξ — υγος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. φέψαλος* 2. μτφ. ίχνος («ἀλλ οὐδὲ μοιχοῡ καταλέλειπται φεψάλυξ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέψαλος + επίθημα υξ, υγος (πρβλ. πομφόλ υξ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”